Στη μ’ ποδιά τζη βαστά το γλάνι, να το χτενίσει.
Μακρά και μπερδεμένα τα μαλλάκια ντου, μα… ετσά που τα σέρνει το χτένι, σφαλίζει τα μάθια ντου και τση φωνιάζει.
-Ωωω… γιαγιά… μη μου τα σέρνεις..! πονώ…!
-Κάτσε ντρέτα μωρή να σε σάσω, μη σκύφτεις..!
Στάσου κοπέλι μου να σου δέσω τα κουρλάκια σου κι απος θα σου στρώσω χάμε τη κουρελού, να φέρεις τα κουτσουνικά σου να παίζεις.
Το Κατερινιώ δε ξεκολλά από πάνω τζη ολημερίς.
Ξανανιώνει η κερά Κατίνα με ετούτονέ το ψιμάκι του γιού τζη
Αυτό δε ν’ είναι κοπέλι… αυτό είναι η χαρά του κόσμου ολάκερη..!
Ετσά χαδιάρικο γλάνι δε ν΄ έχει βγάλει η φύση.
Ούλους τσ’ αγκαλιάζει, ούλους τσι φιλεί μα τη γιαγιά ντου τη ν’ έχει τροζαμένη ντίπις.
Τση σέρνει το μπολίδι απου τη κεφαλή, και τη νε ξεσκουλίζει καλά, καλά κ απός βάνει τα χεράκια ντου στο λαιμό τζη και τση κάνει γκριμάτσες.
Μα κι οντε πλέκει τση βγάνει τα γυαλιά και γλακά και χώνεται στη μποδιά τζη.
Αρέσει του να τση πατεί τα πόδια κι αυτή να του βαστά τα χεράκια, να το χορεύγει.
-Ίντα ξενινιάτα είναι ετούτανά που μα σε κάνεις Κατερινιώ… η γιαγιά σου δε μπορεί μπλιό μονο παρέτησέτηνε… φωνιάζει ο κύρης του.
Το ‘χει βρεί πάτημα και για να το τα’ί’σουνε, θέλει τη γιαγιά ντου κιανείς άλλος.
Εκείνη θα του μάθει να κάνει το σταυρό ντου, τη προσευχή ντου και πως πρέπει να σέβεται τσι γερόντους.
Εκείνη θα του δώσει τη μαγιά τση καλής ψυχής για να πορευτεί στη ζωή ντου…
Το δέντρο και η ρίζα… μέσα από σένα το παιδί σου… το εγγόνι… το δισέγγονο…
Το κοπέλι απου δε θα ποτιστεί η μνήμη ντου με τέθιες μυρωδιές, απου δε θα χωθεί μέσα σε αγκαλιές να μουσκέψει αγάπη, δυστυχώς δε θα κουβαλεί στη ζωή ντου ευαισθησίες και συναισθήματα αθρωπισμού.
Θα περιπλανιέται στη ζωή ντου σε μνιά αναζήτηση που σαφή κάτι θα του λείπει.
Οι ρίζες μας χάνουνται… όταν ο γέρος λείπει από τη θέση ντου, και μετρά τσι μέρες του παραιτημένος σε ένα ίδρυμα, η οπου δήποτε, για να μη μας πχιάνει το τόπο.
Τυχερή η κερά Κατίνα… μα πλιά τυχερό το Κατερινιώ γιατί θα αισθάνεται πάντα ευλογημένο απου τά ζησε.…..