Μία από τις γερνανικές βόμβες που κατέστρεψαν το ηρωικό Κουστογέρακο Σελίνου Χανίων 

Η συγκεκριμένη δεν εξερράγη καθώς έπεσε πάνω σε μια ελιά και της άλλαξε την “πορεία”…

Μια ιστορία για τους “αμπελοφιλόσοφους” της ιστορίας μας όπως την κατέγραψε ζωντανός μάρτυρας του Κουστογεράκου Α. Π.

Η δραματική ιστορία μιας μάνας (34-39 χρόνων) από το Κουστογέρακο τον καιρό του πολέμου 1940 -1945:                                                                                                    29/9/1943 με το ξημέρωμα  δυο λόχοι Γερμανών είχαν φθάσει στα υψώματα νότια και ανατολικά του Κουστογέρακου. Εκεί κρύφτηκαν και περίμεναν τα αεροπλάνα να έρθουν, να βομβαρδίσουν το χωριό, να φύγουν οι κάτοικοι και να πέσουν στις ενέδρες τους να τους σκοτώσουν. Κατά τις 11 η ώρα ήρθε ένα ζεύγος αεροπλάνων στούκας από το αεροδρόμιο του Μάλεμε και με δαιμονισμένο θόρυβο από τις συρίνες και τα πολυβόλα τους κατέβηκαν χαμηλά και έριξαν τις βόμβες πάνω στα σπίτια του χωριού. Ακολούθησε δεύτερο ζεύγος αεροσκαφών κι έριξε τις βόμβες του και έφυγε. Έριξαν συνολικά 6 βόμβες, μια στο σπίτι της Πατεροβαγγελιάς, μια στη φάμπρικα του Πατεροσταυρούλη, μια στην Κερατέ, μια στο σπίτι Γιωργιακοπέτρο, αυτή τραυμάτισε τη μάνα μου, ένα βλήμα της προκάλεσε  τραύμα στο μάγουλο, βαθύ μέχρι το κόκκαλο και κρεμόταν το μάγουλο της, και το αίμα της μούσκεψε τα αδέρφια μου Γιωργία 7 χρόνων και Στέφανο 5 χρόνων καθώς τα είχε βάλει κάτω στη Γη κι αυτή έσκυβε από πάνω τους να τα προστατέψει με το σώμα της. Μια ακόμη βόμβα έπεσε στο σπίτι του Σπύρου Καντανολέω, και μια δίπλα στο σπίτι του Γεντεκογιάννη , (είναι αυτή της εικόνας) , που δεν έσκασε και  είδαμε πως ήταν πολύ μεγάλες. Παρά τον τραυματισμό της μάνας μου προλάβαμε και φύγαμε πριν τελειώσει ο βομβαρδισμός και πριν μπουν οι Γερμανοί στο χωριό. Μόλις βγήκαμε από τον κύκλο του χωριού, από τη βορινή μεριά, 50 μέτρα κάτω από το εκκλησάκι του Άϊ Γιώργη  και φτάσαμε στα 18 πεζούλια, 700 μέτρα από το χωριό δεν υπήρχε δρομάκι κι΄ ήταν γεμάτη η πλαγιά ασπαλάθους, θύμους με σκληρές τσίτες. Από κει πήρα τον Στέφανο στη πλάτη μου, ήμουν 14 χρόνων, και η μάνα μου τη Γιωργία και κατεβήκαμε την Τσουριάρα, τόπο δύσβατο, και κάτσαμε λίγο πάνω από την καμάρα του Αγιερινιώτη ποταμού.

Μόλις είχαμε καθίσει βλέπουμε να ενεβαίνει οπλισμένος από τη μεριά του ποταμού ο Ζαμπιοθοδωρής του Δ.. Μόλις είδε τη μάνα μου της λέει : Εβαρήκανε σου Αριστείδενα; Εδά (θ)α τσι κανονίσω εγώ, και φεύγει προς το χωριό για να πολεμήσει. Έφτασε στο Κουστογέρακο την κατάλληλη στιγμή και γλύτωσε τον αδερφό μου τον Μανώλη 10 χρόνο, που τον κυνηγούσε και του έπαιζε ένας Γερμανός. Παίζει του Γερμανού και δεν κεντά το φυσέκι, ξαναγεμίζει το τουφέκι και σκόπευε τον Γερμανό, που είχε ακούσει το τσάφ του φυσεκιού που δεν εκέντησε, γυρίζει το κεφάλι του και βλέπει το Ζαμπιοθοδωρή να τον σημαδεύει και το βάζει στα πόδια για να σωθεί και γλύτωσε ο αδερφός μου ο Μανώλης. Φθάνομε στο χωριό Μονή με το τραύμα της μάνας μου στο μάγουλο να χάσκει και να αιμορραγείς μα υπήρχε πανικός κι΄ όλοι φεύγανε προς τα γειτονικά χωριά Καμάρια, Ροδοβάνι, Καμπανού. Ακολουθήσαμε εκείνους που πήγαιναν προς το Ροδοβάνι, χωρίς ελπίδα, για ο πατέρας μου δεν είχε εκεί ούτε φίλους ούτε συγγενείς. Όλοι οι Ροδοβανιώτες είχαν μαζευτεί στην πλατεία της βρύσης πάνω στο δρόμο. Μας Βλέπει ο Χρήστος Φραγγιαδάκης, πιο γνωστός με το παρανόμι Χτενιάς, γιατί επισκεύαζε το χτένια του αργαλειού, και μας λέει : Αριστείδαινα στο σπίτι μου και ότι γινούμε εμείς θα γενείτε κι εσείς. Μας πήρε στο σπίτι του περιποιήθηκε τα τραύμα της μάνας μου και έγινε καλά. Εγώ έφυγα σε έναν μήνα κι επήγα να ψάξω τον πατέρα μου και τον αδερφό μου τον Μανώλη 10 χρόνων. Βρήκα τον πατέρα μου να κρύβεται με τον Αναστασογιάγκο σ’ ένα κουμαροδάσος στο χωριό Χωστή, όπου είχε βαφτίσει ένα παιδί, και μου είπε πως ο Μανώλης ήταν μαζί του μετά την καταστροφή του χωριού και τον πήγε στη Σαμαριά στο σπίτι του συντέκνου του του Βίγλη του Θοδωρή, είχε βαφτίσει τον αδερφό μου το Βασίλη που είχε πεθάνει μωρό. Περάσαμε τους χειμώνες 43-44 και 44-45 φιλοξενούμενοι σε ξένα σπίτια με μεγάλο κίνδυνο  εκείνων που μας φιλοξενούσαν, γιατί οι Γερμανοί είχαν βγάλει διαταγή που έλεγε πως όποιος φιλοξενεί Τριοχωρήτες θα εκτελείτε αμέσως αυτός και η οικογένεια του.

Το Φλεβάρη του 1945 σκότωσε το ΕΑΜ τον πατέρα μου στο Καστέλι Κισάμου για να προκαλέσει εμφύλιο και η οικογένεια έμεινε χωρίς προστάτη, χωρίς σπίτι, γιατί το είχαν κάψει οι Γερμανοί, και χωρίς κουβαλητή. Γυρίσαμε στο Κουστογέρακο, χτίσαμε ένα δωμάτιο με τη μάνα μου, περίπου 4Χ4, να στεγαστεί η οικογένεια. Ένας αδερφός του πατέρα μου ο Μιχάλης, είχε παντρευτεί στο Χωριό Μουρί στην Κίσαμο, στα Βόρεια ης Κρήτης. Όταν έμενε η μάνα μου στο Ροδοβάνι πήγε με ένα μουλάρι και πήρε τον αδερφό μου τον Στέφανο στο σπίτι του στο Μουρί. Όταν συνήλθε η μάνα μου από τον σκοτωμό του πατέρα μας έφυγε από το Κουστογέρακο με τα πόδια και ρωτώντας από τα χωριά που περνούσε έφτασε στο Μουρί Κισάμου στο σπίτι του θείου μας του Μιχάλη και πήρε τον Στέφανο, 7 χρονών τότε, να τον φέρει στο χωριό.

Μα η απόσταση ήταν τεράστια πάνω από 10-15 ώρες ποδαρόδρομο σε ανώμαλο έδαφος. Όταν το παιδί της δεν άντεχε πια να περπατήσει το έβαζε σε ένα μεγάλο σακούλι, που είχε πάρει επί τούτου από το Κουστογέρακο και το μετέφερε στη πλάτη της και σε τρεις μέρες από τότε που έφυγε το έφερε στο Χωριό, κι έσμιξε η οικογένεια και τράβηξε το Γολγοθά της. Η μάνα μας ένιωθε πάντα λειψή την οικογένεια της και μια μέρα αρχές της δεκαετίας του 1950, που υπηρετούσα στο στρατό, έφυγε μόνη της από σπίτι, πήγε στο Καστέλι Κισάμου, ξέθαψε τα οστά του άντρα της, τα πήρε στην πλάτη της και τα πήγε στο Κουστογέρακο με τα πόδια πήγαιν’ έλα. και κι έκαμε κηδεία και τα έθαψε στο νεκροταφείο του χωριού. Ο Γιος του Στέφανου Χρήστος, 35 χρονών πέρυσί,  το 2021, εξελέγει παμψηφεί καθηγητής στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. α.π

Konstantinos Paterakis

Greek Military History (Ελληνική Στρατιωτική Ιστορία)

Προηγούμενο άρθροΣτην πλατεία Νικαίας η Φιλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου το απόγευμα της Πέμπτης 18 Αυγούστου
Επόμενο άρθροΒ. Κικίλιας: Αύξηση 17% στις αφίξεις στα νησιά του ΝΑ Αιγαίου